χαλκοχάρμης

χαλκοχάρμης
χαλκο-χάρμης, ου, ,
A fighting in armour of bronze,

ξένοι Τρῶες Pi.P.5.82

;

χ. πόλεμος Id.I.6(5).27

(also expld. as (from χάρμα), delighting in arms).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαλκοχάρμης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», Πίνδ.) 2. (ως επίθ. τού πολέμου) αυτός κατά τον οποίο χρησιμοποιούνται κυρίως χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χάρμης (< χάρμη «ορμή, επιθυμία για μάχη …   Dictionary of Greek

  • χαλκοχάρμαι — χαλκοχάρμης fighting in armour of bronze masc nom/voc pl χαλκοχάρμᾱͅ , χαλκοχάρμης fighting in armour of bronze masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχάρμαν — χαλκοχάρμᾱν , χαλκοχάρμης fighting in armour of bronze masc acc sg (epic doric aeolic) χαλκοχάρμης fighting in armour of bronze masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”